χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Full diacritics: λοίσθημα | Medium diacritics: λοίσθημα | Low diacritics: λοίσθημα | Capitals: ΛΟΙΣΘΗΜΑ |
Transliteration A: loísthēma | Transliteration B: loisthēma | Transliteration C: loisthima | Beta Code: loi/sqhma |
ατος, τό, = τέλος, πέρας, Hsch.
λοίσθημα: τό, «τέλος, πέρας, ἔσχατος» Ἡσύχ.
λοίσθημα, τὸ (Α) λοίσθος (I), (κατά τον Ησύχ.) «τέλος, πέρας, ἔσχατος».