λιγκούριον
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.
Greek Monolingual
λιγκούριον, τὸ (Α)
βλ. λυγγούριον.
German (Pape)
= λυγκούριον.