ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow
poét. c. συνεπᾴδω.
συνεπαείδω: вместе прославлять песнями, воспевать (Ἄρτεμιν Eur.).
zusammengezogen συνεπᾴδω, mit, zugleich besingen, Ἄρτεμιν Eur. I.A. 1492.