ἐπιρραπισμός
From LSJ
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
English (LSJ)
ὁ, = ἐπιρράπιξις (reproof), Plb. 2.64.4.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιρρᾰπισμός: ὁ досл. сечение, порка, перен. порицание Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρραπισμός: ὁ, = ἐπιρράπιξις, Πολύβ. 2. 64, 4.
Greek Monolingual
ἐπιρραπισμός, ὁ (Α) επιρραπίζω
1. ειρωνεία, χλευασμός
2. επίπληξη, επιτίμηση.