ἐπισκοτισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = ἐπισκότισις (darkening, obscurity).
Greek Monolingual
ἐπισκοτισμός, ὁ (Α) επισκοτίζω
επισκότιση.
German (Pape)
ὁ, die Verfinsterung, Procl.
Full diacritics: ἐπισκοτισμός | Medium diacritics: ἐπισκοτισμός | Low diacritics: επισκοτισμός | Capitals: ΕΠΙΣΚΟΤΙΣΜΟΣ |
Transliteration A: episkotismós | Transliteration B: episkotismos | Transliteration C: episkotismos | Beta Code: e)piskotismo/s |
ὁ, = ἐπισκότισις (darkening, obscurity).
ἐπισκοτισμός, ὁ (Α) επισκοτίζω
επισκότιση.
ὁ, die Verfinsterung, Procl.