σωματόω
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
English (LSJ)
A make corporeal, prob. in Philol.11:—Pass., become corporeal or substantial, Arist.GA739a12, 744a17, Sens.445a23, Thphr. CP6.11.14. 2 Pass., to be embodied, associated with a body, ψυχὴ . . σωματωθεῖσα Plot.1.6.5; -θεῖσα αἴσθησις Dam.Pr.16.
German (Pape)
[Seite 1060] verkörpern, zum Körper machen, daher dicht, fest machen, verdichten, ὀποὶ σωματωθέντες, Theophr.; πάχος ἔχει καὶ σεσωμάτωται μᾶλλον, Arist. de gener. anim. 2, 6; S. Emp. adv. phys. 2, 25; auch = in ein Ganzes bringen.
Greek (Liddell-Scott)
σωματόω: (σῶμα) σωματοποιῶ, Γεώργ. Πισίδ. ἐν Ἑξαημ. 1243. - Παθ., σωματοποιοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4. 20., 2. 6. 35. περὶ Αἰσθ. 5, 30, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 14.
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτόω:
1 делать телесным, вещественным, pass. становиться вещественным (ἡ ὕλη σεσωμάτωται, ὁ δὲ τόπος οὐ σεσωμάτωται Sext.);
2 делать плотным, уплотнять, сгущать (τὸ πεπεμμένον σεσωμάτωται Arst.).