ἐπεγερτικός

From LSJ
Revision as of 18:15, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεγερτικός Medium diacritics: ἐπεγερτικός Low diacritics: επεγερτικός Capitals: ΕΠΕΓΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epegertikós Transliteration B: epegertikos Transliteration C: epegertikos Beta Code: e)pegertiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A awakening, Arist.Pr.886a9. II stimulating, ἐ. ὁρμῆς Plu.2.138b; ἐ. εἰς τὰ ἀφροδίσια Cat.Cod.Astr.2.197.

German (Pape)

[Seite 908] ή, όν, aufweckend, ermunternd, Plut. conj. praec. A. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à réveiller, à exciter, gén..
Étymologie: ἐπεγείρω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεγερτικός:
1 пробуждающий от сна (ἀρχή Arst.);
2 способный возбуждать, возбуждающий (ὁρμῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεγερτικός: -ή, -όν, ὁ ἐξεγείρων ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀριστ. Προβλ. 6. 5· διεγερτικός, μέλος τι τοῖς ἵπποις ὁρμῆς ἐπεγερτικὸν Πλούτ. 2. 138B. - Ἐπίρρ. -κῶς, δι’ ἐξεγέρσεως, ἐπεγερτικῶς ἀπονυστακτέον Κλήμ. Ἀλ. Ι. 492C.

Greek Monolingual

ἐπεγερτικός, -ή, -όν (Α)
εγερτικός
1. αυτός που σηκώνει από τον ύπνο, που ξυπνά κάποιον
2. αυτός που ερεθίζει, διεγείρει («μέλος... ὁρμῆς ἐπεγερτικόν», Πλούτ.).