κατάγλωσσος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bavard;
2 plein de mots recherchés ou inusités.
Étymologie: κατά, γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
κατάγλωσσος: атт. κατάγλωττος 2
1 болтливый Gell.;
2 пересыпанный малоупотребительными словами, написанный нарочито темным языком (ποιήματα Luc., Anth.).
German (Pape)
= κατάγλωττος.