Ἡρόδοτος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Hérodote :
1 historien célèbre;
2 autres.
Étymologie: Ἥρα, δοτός.
English (Slater)
Ἡρόδοτος son of Asopodoros, of Thebes, victor in Isthmian chariot race. ἀλλ' ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας (I. 1.14) πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῷ ἔπορεν ἵπποις (Ἡροδότοἰ ἔπορεν coni. Turyn: Ἡροδότῳ πέπορεν Maas) (I. 1.61)
Russian (Dvoretsky)
Ἡρόδοτος: ὁ Геродот (греч. историк, уроженец Галикарнасса в Карии, ок. 485-425 гг. до н. э., автор «Историй» в 9 книгах - «Μουσαι»).