φλύζω

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλύζω Medium diacritics: φλύζω Low diacritics: φλύζω Capitals: ΦΛΥΖΩ
Transliteration A: phlýzō Transliteration B: phlyzō Transliteration C: flyzo Beta Code: flu/zw

English (LSJ)

v. φλύω.

German (Pape)

[Seite 1293] seltene Nebenform von φλύω, Nic. Al. 214 μανίης ὕπο μυρία φλύζων.

Greek (Liddell-Scott)

φλύζω: ἐν λέξ. φλύω.

Greek Monolingual

Α
φλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φλύω σχηματισμένος από το θ. φλυ- με λαρυγγική παρέκταση -γ- και επίθημα - (βλ. και λ. φλύω)].

Greek Monotonic

φλύζω: βλ. φλύω.

Mantoulidis Etymological

(=ξεχειλίζω, γεμίζω μέχρι πάνω). Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.