ζῳώδης
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
ες, like an animal, animal, κάλλος Democr.105; δαίμων Posidon. ap. Gal.5.469; βίος Plu.2.8a, Aret.SD1.5; αἰσθήσεις Ph.2.22 (Sup.), cf.M.Ant.7.55; ἐνέργειαι Dam.Pr.102; ἡδονή Marin.Procl. 4; of persons, brutish, Aret.SD1.7; but ἐς χροιὴν ζ. like a living person (of one dead), Id.SA2.11.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
de nature animale ou sensuelle.
Étymologie: ζῷον, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ζῳώδης: животный, звероподобный (βίος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ζῳώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ζῴῳ, βίος Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5· ἐπὶ ἀνθρώπων ὑλιστικῶν, ἀναισθήτων, Πλούτ. 2. 8Α.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῳώδης -ες [ζῷον] dierlijk, beestachtig.
German (Pape)
ες, tierisch, Synes. und andere Spätere; ὁ δοῦλος τῶν ἡδονῶν ζωώδης καὶ μικροπρεπής ἐστιν Plut. educ.lib. 10.