ποριστικός

From LSJ
Revision as of 13:50, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποριστικός Medium diacritics: ποριστικός Low diacritics: ποριστικός Capitals: ΠΟΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: poristikós Transliteration B: poristikos Transliteration C: poristikos Beta Code: poristiko/s

English (LSJ)

ή, όν, able to supply or procure, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις X.Mem.3.1.6; ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Arist.Rh.1366a37, cf. Pl.Grg.517d; π. βίβλος treatise on supply, Aen.Tact.14.2; π. ἕξις τῶν πρὸς τὸ ζῆν καθηκόντων Stoic.3.67; π.καὶ φυλακτικός Phld.Oec.p.67J.

German (Pape)

[Seite 684] zum Verschaffen, Erwerben geschickt, verschaffend, τινός, Plat. Gorg. 517 d; τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις, Xen. Mem. 3, 1, 6; Arist. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a le talent de procurer, qui procure ou fournit, gén..
Étymologie: πορίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποριστικός -ή -όν [πορίζω] in staat om te verschaffen.

Russian (Dvoretsky)

ποριστικός: могущий доставить, умеющий обеспечить (ὁ στρατηγὸς π. τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Xen.): δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν Arst. сила, дающая блага, т. е. источник благ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ποριστικός, -ή, -όν, ΝΑ πορίζω
1. αυτός που μπορεί να παράσχει κάτιἀρετή ἐστι δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν», Αριστοτ.)
2. αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων.

Greek Monotonic

ποριστικός: -ή, -όν (πορίζω), ικανός να προσφέρει, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ποριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πορισμόν, ὁ ἱκανὸς νὰ πορίσῃ ἢ παράσχῃ, τῶν ἐπιτηδείων τοῖς στρατιώταις Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6· ἀρετή ἐστι δύναμις π. ἀγαθῶν Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 4, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 517D.

Middle Liddell

ποριστικός, ή, όν πορίζω
able to furnish, Xen.