Παιονικός
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de Pæonie ; ἡ Παιονική (γῆ) la Pæonie;
2 de Pannonie.
Étymologie: Παιονία.
Russian (Dvoretsky)
Παιονικός: пэонийский Thuc.