γλυπτός
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ή, όν, A fit for carving, of wood or stone, Thphr.Lap.5. 2 carved, λύγδου γ. AP5.193 (Posidipp. or Ascl.); γ. ὁμοίωμα LXX De. 4.25; πρόσοψις Iamb.Protr.21.κγ; γλυπτόν, τό, carved image, LXX Is.44.10,al.: but γλυπτά, τά, quarries, ib.Jd.3.19.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Morfología: [tes. dat. γλυτθοῦ Mnemos.23.1970.251.6 (Larisa II a.C.)]
1 apto para ser grabado o esculpido de la madera o la piedra, Thphr.Lap.5, de donde subst. τὰ γλυπτά las canteras LXX Id.3.19.
2 grabado, esculpido τὴν ἁπαλὴν Εἰρήνιον ... λύγδου γλυπτήν Posidipp.Epigr.23.4, ὁμοίωμα LXX De.4.16, στάλα SEG 36.367.3 (Esparta III d.C.), τύμβος Nonn.Par.Eu.Io.19.41
•subst. τὸ γ. imagen esculpida LXX Ex.34.13, De.27.15, Mnemos.l.c., οὐκ ἔσται ὑμῖν ... γλυπτὸν εἰς θεὸν ὑμῖν Ep.Barn.12.6a.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλυπτός -ή -όν γλύφω gegraveerd, gebeeldhouwd.
German (Pape)
in Stein, Erz, Holz gegraben, geschnitzt, Posidip. 7 (V.194); LXX; λίθος, zum Behauen tauglich, Theophr. lapid. 5.
Russian (Dvoretsky)
γλυπτός: изваянный, вырезанный (θάλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γλυπτός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς γλυφὴν ἢ σκάλισμα, ἐπὶ ξύλου ἢ λίθου, Θεόφρ. Λίθ. 5. 2) γεγλυμμένος, σκαλισμένος, ἐν στήλῃ γλ. Ἀνθ. ΙΙ. 5. 194· γλ. ὁμοίωμα Ἑβδ. (Δευτ. δ΄, 25)· καὶ γλυπτόν, εἰκὼν γεγλυμμένη, αὐτόθι (Ἠσ. μδ΄, 17, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γλυπτός, -ή, -όν) γλύφω
1. σκαλισμένος με σμίλη, λαξευτός
2. το ουδ. ως ουσ. έργο γλυπτικής
μσν.
τορνευτός, καλοφτιαγμένος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά γλυπτά
τα λατομεία.
Greek Monotonic
γλυπτός: -ή, -όν (γλύφω), σκαλισμένος, χαραγμένος, σμιλευμένος, σε Ανθ.