διαζητέω

From LSJ
Revision as of 12:31, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαζητέω Medium diacritics: διαζητέω Low diacritics: διαζητέω Capitals: ΔΙΑΖΗΤΕΩ
Transliteration A: diazētéō Transliteration B: diazēteō Transliteration C: diaziteo Beta Code: diazhte/w

English (LSJ)

A search through, examine, Ar.Eq.1292, Pl.Plt.258b, etc. II seek out, invent, λόγους εὖ διεζητημένους Ar.Th. 439.

Spanish (DGE)

investigar, examinar διεζήτηχ' ὅποθεν ... ἐσθίει Κλεώνυμος Ar.Eq.1291, τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Pl.Plt.258b, ἐντιθεὶς εἰς βάθος τὴν χεῖρα χάριν τοῦ διαζητῆσαί τι τῶν ἐν αὐτῷ Gal.18(1).552, en v. pas. λόγους ἀνηῦρεν εὖ διεζητημένους Ar.Th.439
abs. realizar una investigación, POxy.237.8.21, PMerton 101.3 (ambos II d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

διαζητέω: μέλλ. -ήσω, ζητῶ ἐπιμελῶς, ἐξετάζω ἀκριβῶς, Εὔπολ. (;) ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. 577, Πλάτ. Πολιτ. 258Β. ΙΙ. εὑρίσκω, ἐφευρίσκω, λόγους Ἀριστοφ. Θεσμ. 439.

German (Pape)

durchsuchen, erforschen; τὸν πολιτικὸν ἄνδρα Plat. Polit. 258b; – ersinnen, λόγους Ar. Th. 432.

Russian (Dvoretsky)

διαζητέω:
1 рассматривать, исследовать (τινα Plat.);
2 изыскивать, выдумывать (ποικίλους λόγους Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-ζητέω nauwkeurig zoeken.