κισσωτός
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
English (LSJ)
ή, όν, decked with ivy, νεβρίς AP6.172.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
couvert ou couronné de lierre.
Étymologie: κισσόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κισσωτός -ή -όν [κισσόω] bedekt met klimop.
German (Pape)
adj. verb. zu κισσόω.
Russian (Dvoretsky)
κισσωτός: покрытый или украшенный плющом (νεβρίς Anth.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κισσωτός, -ή, -όν) [[[κισσώ]] (II)]
στολισμένος με κισσό.
Greek Monotonic
κισσωτός: -ή, -όν (κισσόω), διακοσμημένο με κισσό, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κισσωτός: -ή, -όν, κεκοσμημένος μὲ κισσόν, Ἀνθ. Π. 6. 172.