κορυνιόεις

From LSJ
Revision as of 12:33, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῡνιόεις Medium diacritics: κορυνιόεις Low diacritics: κορυνιόεις Capitals: ΚΟΡΥΝΙΟΕΙΣ
Transliteration A: korynióeis Transliteration B: korynioeis Transliteration C: korynioeis Beta Code: korunio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, knobby, πέτηλα v.l. for κορωνιόωντα, Hes.Sc. 289.

German (Pape)

εσσα, εν, kolbig; πέτηλα, sprossende Pflanzenleime, Hes. Sc. 289, wo Andere κορονιόωντα lesen, wie von κορυνιάω, = κορυνάω.

Russian (Dvoretsky)

κορῡνιόεις: όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - v.l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνιόεις: -εσσα, εν, ὅμοιος κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180.

Greek Monolingual

κορυνιόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του κορωνιόεις].