λευκοπληθής

From LSJ
Revision as of 12:33, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοπληθής Medium diacritics: λευκοπληθής Low diacritics: λευκοπληθής Capitals: ΛΕΥΚΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: leukoplēthḗs Transliteration B: leukoplēthēs Transliteration C: lefkoplithis Beta Code: leukoplhqh/s

English (LSJ)

ές, full of persons in white, ἐκκλησία Ar.Ec.387.

German (Pape)

ἐκκλησία, Ar. Eccl. 387, die Versammlung von weißen, weißgekleideten Menschen.

Russian (Dvoretsky)

λευκοπληθής: полный одетыми в белое людьми (ἐκκλησία Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκοπληθής: -ές, πλήρης ἀνθρώπων ἐνδεδυμένων λευκά, ἐκκλησία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 387.

Greek Monolingual

λευκοπληθής, -ές (Α)
(για συνέλευση του λαού) γεμάτος ανθρώπους ντυμένους στα λευκά («οὐ γὰρ ἀλλ' ὑπερφυῶς ὡς λευκοπληθὴς ἦν ἰδεῖν ἐκκλησία», Αριστοφ.).