συνοχηδόν
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
Adv. in confinement, AP9.343 (Arch.).
French (Bailly abrégé)
adv.
en tenant étroitement serré.
Étymologie: σύνοχος, -δον.
German (Pape)
adv., zusammenhaltend, ὤχμαζε Archi. 23 (IX.343).
Russian (Dvoretsky)
συνοχηδόν: adv. собрав вместе, сжимая (ὀχμάζειν τινάς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοχηδόν: Ἐπίρρ. μετὰ συνοχῆς, σφιγκτῶς, Ἀνθολ. Π. 9. 343.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με συνοχή, στέρεα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοχή + επιρρμ. κατάλ. -(η)δόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Greek Monotonic
συνοχηδόν: επίρρ. (συνέχω), με συνοχή, σφιχτά, σε Ανθ.