λέκτρονδε

From LSJ
Revision as of 15:53, 8 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", -δε." to ", -δε.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
vers le lit, au lit avec mouv.
Étymologie: λέκτρον, -δε.

Greek Monolingual

λέκτρονδε (Α)
επίρρ. προς το κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + -δε, δεικτικό εγκλιτικό μόριο, που δηλώνει εις τόπο κίνηση (πρβλ. πέδον-δε, πόλιν-δε)].

Russian (Dvoretsky)

λέκτρονδε: adv. на ложе, в постель Hom.

German (Pape)

zum Bett, Od. 8.292.