φιττακίδες
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
αἱ, a kind of woman's shoes, Poll.7.94 (v.l. φιττάκια).
French (Bailly abrégé)
ων (αἱ) :
chaussures de femme.
Étymologie: LSJ : φιττάκια -- DELG -.
Greek (Liddell-Scott)
φιττακίδες: -αἱ, εἶδος γυναικείων σανδαλίων. Πολυδ. Ζ΄, 94.
Greek Monolingual
αἱ Α
είδος γυναικείων σανδαλιών.