ἐναπογράφω
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
German (Pape)
[Seite 828] aufschreiben in, med., εἴς τι, Plut. plac. phil. 4, 11.
French (Bailly abrégé)
inscrire dans ; imputer, porter en compte, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: ἐν, ἀπογράφω.
Spanish (DGE)
1 inscribir, registrar, grabar en c. ac. y dat. τὸ δὲ τῇ μνήμῃ ἐναπογράφομεν Gr.Nyss.Eun.2.282, en v. pas. τὰ πρωτότοκα τὰ ἐναπογεγραμμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς Ep.Hebr.12.23 en Clem.Al.Prot.9.82, de las leyes del Logos en el corazón, Clem.Al.Paed.3.12.94, cf. Origenes M.17.221A
•en v. med., mismo sent. εἰς τοῦτο (τὸ ἡγεμονικὸν μέρος τῆς ψυχῆς) μίαν ἑκάστην τῶν ἐννοιῶν ἐναπογράφεται Chrysipp.Stoic.2.28.15.
2 intr. en v. med.-pas. inscribirse, registrarse ὁ ἀθλητὴς ἐναπογραψάμενος ἀγωνίζεται Basil.M.31.440A, cf. Tim.Ant.Descr.M.28.952C.
Greek Monolingual
ἐναπογράφω (Α)
(συνήθ. το μέσ.) απογράφω, καταγράφω κάτι κάπου.