ἀναγρύζω
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
strengthened for γρύζω, to mutter, grunt, ἢν ἀναγρύζῃ Ar. Nu.945: c. neg., σὲ δὲ χρὴ σιγᾶν μηδ' ἀ. Crates Com.1 D., cf. X.Oec. 2.11.
Spanish (DGE)
murmurar, gruñir ἢν ἀναγρύξῃ Ar.Nu.945, σὲ δὲ χρὴ σιγᾶν μηδ' ἀναγρύζειν Crates Com.4A, οὐδ' ἀναγρύζειν μοι ἐξουσίαν ἐποίησας X.Oec.2.11.
French (Bailly abrégé)
pousser un grognement ; οὐδ' ἀν. ne pas souffler mot (litt. ne pas même murmurer).
Étymologie: ἀνά, γρύζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγρύζω: роптать, ворчать Arph.: οὐδ᾽ ἀ. μοι ἐξουσίαν ἐποίησας Xen. ты мне и пикнуть не давал.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγρύζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ γρύζω, τονθορύζω, γογγύζω, ἢν ἀναγρύξῃ Ἀριστοφ. Νεφ. 945· μετ’ ἀρνήσ. οὐδ’ ἀναγρύζειν, οὐδὲ γρῦ λέγειν, Ξεν. Οἰκ. 2. 11.
Greek Monolingual
ἀναγρύζω (Α)
1. (κυριολεκτικά) κάνω με το στόμα «γρυ» και για χοίρους γρουνίζω
2. γογγύζω
3. δεν λέω τίποτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γρύζω. Επιτεταμένος τ. του γρύζω.
Greek Monotonic
ἀναγρύζω: μόνο στον ενεστ., συνεχίζω να μουρμουρίζω, σε Αριστοφ.