ἐπιδώτης
From LSJ
Ζῆν βουλόμενος μὴ πρᾶττε θανάτου γ' ἄξια → Nil facito dignum morte, si amas vivere → Willst leben du, so tue nichts Todwürdiges
English (LSJ)
ου, ὁ, giver, distributor, the Bountiful, epithet of gods, esp. Zeus at Mantinea, Paus.8.9.2, cf. Plu.2.1102e:—hence Ἐπιδώτειον = Epidoteion , τό, temple at Epidaurus, IG4.1492.24.
German (Pape)
[Seite 940] ὁ, = ἐπιδότης (der Schenkende, Beiw. des Zeus in Mantinea, Paus. 8, 9, 2; Plut. non posse 22.), s. Nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
« le dispensateur », ép. de divers dieux.
Étymologie: ἐπιδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδότης: ου ὁ даятель, податель (τῶν θεῶν ὁ μέν ἐστιν ἐπιδότης, ὁ δὲ ἀλεξίκακος Plut.).
Greek Monolingual
ἐπιδώτης, ὁ (Α)
(επίθ. θεών) αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («ἔστι δέ ἱερὸν θεῶν οὕς Ἐπιδώτας ὀνομάζουσιν», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δώτης (< δί-δω-μι)].