νυκτουργός
From LSJ
ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff
English (LSJ)
όν, working by night: τὸ ν. Plu.2.376e.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille la nuit.
Étymologie: νύξ, ἔργον.
German (Pape)
des Nachts arbeitend, Plut. Is. et Os. 63.
Russian (Dvoretsky)
νυκτουργός: работающий ночью: τὸ νυκτουργὸν (τοῦ αἰλούρου) Plut. подвижность кошки в ночное время.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ διὰ νυκτὸς ἐργαζόμενος, Πλούτ. 2. 376Ε.
Greek Monolingual
νυκτουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -ουργός (< ἔργον)].