ὀκτάμετρος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον, octametric, of eight measures: ὀκτάμετρον, τό, octameter, Sch.Heph.p.132 C.
German (Pape)
[Seite 317] von acht Maaßen, Versfüßen, Gramm.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀκτάμετρος, -ον)
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο οκτάμετρος και το οκτάμετρο
στίχος που αποτελείται από οκτώ μέτρα, δηλ. από οκτώ μετρικούς πόδες
νεοελλ.
αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος οκτώ μέτρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -μετρος (< μέτρον)].