πολύσπερμος

From LSJ
Revision as of 13:51, 12 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσπερμος Medium diacritics: πολύσπερμος Low diacritics: πολύσπερμος Capitals: ΠΟΛΥΣΠΕΡΜΟΣ
Transliteration A: polýspermos Transliteration B: polyspermos Transliteration C: polyspermos Beta Code: polu/spermos

English (LSJ)

ον,
A abounding in seed, Arist.GA 725b29, Thphr.HP6.7.4; πολύσπερμος, ἡ, a plant, Hippiatr.2, GP.17.5.5.
II abounding in seminal fluid, Gal.1.339.
2 prolific, Cat. Cod.Astr.1.166, Vett.Val.10.26.

German (Pape)

[Seite 673] vielsaamig; Theophr.; ζῷα, Maneth. 6, 256.

Russian (Dvoretsky)

πολύσπερμος: дающий много семени, многосемянный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσπερμος: -ον, ὁ ἔχων ἄφθονον σπέρμα, σπόρον, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 57, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύσπερμος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό υγρό
3. μτφ. γόνιμος
4. το θηλ. ως ουσ. η πολύσπερμος
ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό-σπερμος].