ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
παῖς, ἀκραία, ἀκραία, ἀλετρίς, δροσώδης, κόρα, κοράσιον, κόρη, κόριον, κούρα, κούρη, κώρα, κώριον, νεᾶνις, νεῆνις, νῆνις, παιδίσκη, παρθενική, παρθένος, παρσένος, πόρις, πόρτις, πῶλος, ταλιθά