ιστοριοδίφης
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Greek Monolingual
ιστοριοδίφης, ο, θηλ. ιστοριοδίφις
αυτός που ερευνά ιστορικές πηγές και συγκεντρώνει στοιχεία για τη συγγραφή ιστορικού συγγράμματος, ιστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιστορία + -δίφης (< διφώ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστροδίφης, φυσιοδίφης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αριστείδη Κυπριανό].