χρονουργός
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
Greek (Liddell-Scott)
χρονουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ δημιουργὸς χρόνου, Θεόδ. Πρόδρ.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
ο δημιουργός του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. χαλκουργός].