νηριτόμυθος
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ον, = πολύμυθος, Id.
Greek Monolingual
νηριτόμυθος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πολύμυθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + μῦθος (πρβλ. ηπιόμυθος, ποικιλόμυθος)].
German (Pape)
[ῡ], geschwätzig, Hesych.