Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
το, Ν
1. σπορά αγρού
2. σκόρπισμα, διασπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- του σπείρω (πρβλ. σπαρ-τός) + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρσιμο, φέρσιμο)].