κωράλιον
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
παιδάριον, κόριον, Hsch.; cf. κοράλλιον.
German (Pape)
[Seite 1547] τό, od. κωράλλιον, = κοράλλιον, Koralle, Sp.