νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
ὀξυκαμπής, -ές (Α)(για άγκιστρο) αυτός που έχει οξεία καμπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -καμπής (< καμπή), πρβλ. ευκαμπής].