παλινστατώ
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
Greek Monolingual
παλινστατῶ, -έω (Α)
(για τους Ρωμαίους πληβείους) επανέρχομαι, επιστρέφω από στάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -στατῶ (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. πρωτοστατώ].