πλινθοβάψ
From LSJ
Full diacritics: πλινθοβάψ | Medium diacritics: πλινθοβάψ | Low diacritics: πλινθοβάψ | Capitals: ΠΛΙΝΘΟΒΑΨ |
Transliteration A: plinthobáps | Transliteration B: plinthobaps | Transliteration C: plinthovaps | Beta Code: plinqoba/y |
ὁ, ἡ, brickmaker, Hdn.Gr.1.246.
[Seite 636] ὁ, Ziegelstreicher, Arcad. 94, 13.
πλινθοβάψ: ὁ, ἡ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Ἀρκάδ. 94. 13.
ὁ, ἡ, Α
αυτός που κατασκευάζει πλίνθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -βάψ (< βάπτω), πρβλ. πελεθοβάψ].