πολύχηλος
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
ον, with divided hoof, opp. μονώνυχος, Ph.2.353.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχηλος: -ον, ἔχων πολλὰς χηλάς, Φίλων ΙΙ. 353, 40.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλές χηλές, πολλές οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρόχηλος].