ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
-α, -ικο, Ν1. αυτός που έχει τον λαιμό λοξό, με κλίση προς τα πλάγια2. κοινή ονομασία του δρυοκολαπτόμορφου πτηνού Jynx torquilla.[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)- + -λαίμης (< λαιμός), πρβλ. μακρυλαίμης].