τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
η, Ντσουλήθρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. -ίστρα (< ρ. σε -ίζώ), πρβλ. κουβαρίστρα].