υγρόβιος

From LSJ
Revision as of 11:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑγρόβιος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
(για ζώα) υδρόβιος
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) αυτός που ζει ή εργάζεται κοντά στο νερό, όπως λ.χ. ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βίος (< βίος), πρβλ. μακρόβιος].