ὁμοχρώματος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ον, = ὁμόχροος (of one colour, alike in colour, uniform in colour), DS. 1.88 ; — also ὁμόχρωμος, ον, Hippiatr. 14, AB 220.
German (Pape)
[Seite 342] = Vorigem, D. Sic.
Greek Monolingual
ὁμοχρώματος, -ον (Α)
ομόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. μονοχρώματος].
Russian (Dvoretsky)
ὁμοχρώμᾰτος: Diod. = ὁμόχροος.