Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περικάρδιο

From LSJ
Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei

Menander, Monostichoi, 389

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανατ. οροϊνώδης θύλακος που περιβάλλει την καρδιά και αποτελείται από δύο στιβάδες, μία κατά βάθος σε άμεση επαφή με το μυοκάρδιο και μία επιφανειακή, ινώδη
2. φρ. α) «ορογόνο περικάρδιο»
ανατ. η εν τω βάθει στιβάδα του περικαρδίου, με δύο πέταλα που περιλαμβάνουν μια σχισμοειδή κοιλότητα στο επίπεδο της οποίας ολισθαίνουν το ένα επάνω στο άλλο, το οποίο καλύπτει την καρδιά επεκτεινόμενο μέχρι τα μεγάλα αγγεία
β) «ινώδες περικάρδιο» — η επιφανειακή στιβάδα του περικαρδίου, το οποίο επενδύει εξωτερικά το ορογόνο περικάρδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pericardium < περικάρδιος].