καλλίμαχος
From LSJ
English (LSJ)
ον, fighting nobly, Lib.Or.18.280 (sed fort. pr. n.).
German (Pape)
[Seite 1310] schön kämpfend, Liban.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίμᾰχος: -ον, ὁ καλῶς καὶ γενναίως μαχόμενος, Λιβάν. 1. 616.
Greek Monolingual
καλλίμαχος, -ον (AM)
αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται γενναία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αξιόμαχος, φιλόμαχος].