νεφρωμένος

From LSJ
Revision as of 13:22, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για πρόσ.) πολύ υγιής, εύρωστος, δυνατός
2. (για σφάγιο) παχύς, εύσαρκος, σαρκωμένος («νεφρωμένο αρνί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + κατάλ. -ωμένος, πρβλ. μυαλωμένος, μπρατσωμένος].