Φοίνισσα
From LSJ
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers
English (LSJ)
φοίνισσα, fem. of Φοῖνιξ, φοῖνιξ.
Russian (Dvoretsky)
Φοίνισσα:
I adj. f финикийская или карфагенская (γυνή Hom.; ἐμπολά Pind.; ναῦς Thuc.; χθών Eur.).
II ἡ финикиянка или карфагенянка Hom. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Φοίνισσα: φοίνισσα, θηλ. τοῦ Φοῖνιξ, φοῖνιξ.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. Φοίνικας.