ομαίμων
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
Greek Monolingual
ὁμαίμων, -ον (Α)
1. ο όμαιμος
2. (το συγκριτ.) ὁμαιμονέστερος, -έρα, -ερον
ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής («ἀλλ εἴτ' ἀδελφῆς, εἰθ' ὁμαιμονεστέρα τοῦ παντὸς ἡμῖν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῖ», Σοφ.)
3. ο όμοιος με συγγενή, συγγενικός («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν ὁμαίμονες», Αισχύλ.)
4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ ὁμαίμων
αδελφός, αδελφή
5. προσωνυμία του Διός ως προστάτη της εξ αίματος συγγένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -αίμων (< αἷμα), πρβλ. πολυαίμων].