τοιχορύκτης
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ου, ὁ, = τοιχωρύχος, Sch.Pi.metr.p.13 Boeckh, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1125] ὁ, = τοιχωρύχος, vgl. Lob. Phryn. p. 232.
Greek (Liddell-Scott)
τοιχορύκτης: -ου, ὁ, = τοιχωρύχος, Ἰω. Χρυσ. Χ, 91D, ἔνθα τοιχωρύκτης, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 232.
Greek Monolingual
και τοιχωρύκτης, ὁ, Α
τοιχωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατορύκτης].