φρεατορύκτης
From LSJ
English (LSJ)
φρεατορύκτου, ὁ, = φρεωρύχος, EM799.41, Suid.
German (Pape)
[Seite 1304] ὁ, = φρεωρύχος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρεατορύκτης: -ου, ὁ, = φρεωρύχος, ὁ, ὀρύττων, σκάπτων φρέατα, Ἐτυμολ. Μέγ. 799. 41.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και φρεορύκτης Α
φρεατωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. νεκρορύκτης, τοιχορύκτης].