πηνῖτις

From LSJ
Revision as of 15:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνῖτις Medium diacritics: πηνῖτις Low diacritics: πηνίτις Capitals: ΠΗΝΙΤΙΣ
Transliteration A: pēnîtis Transliteration B: pēnitis Transliteration C: pinitis Beta Code: phni=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, the weaver, i. e. Athena, Ael.NA6.57; Dor. dat. Πᾱνίτιδι cj. Mein. for -άτιδι in AP6.289 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
tisseuse (Athéna).
Étymologie: πήνη.

Russian (Dvoretsky)

πηνῖτις: дор. πᾱνῖτις, ῐδος ἡ пряха Anth.

Greek (Liddell-Scott)

πηνῖτις: -ιδος, ἡ ὑφάντρια, δηλ. ἡ Ἀθηνᾶ, Αἰλ. π. Ζ. 6. 57 Δωρ. πανίτιδα ἐν Ἀνθ. Π. 6. 289, ― ἔνθα κακῶς πανάτιδι.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, -άτιδος, ἡ, Α
(ως επίθ. της Αθηνάς) η υφάντρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήνη «μίτος, υφάδι» + επίθημα -ῖτις (πρβλ. Μαχανίτις)].