ριζηδόν
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
ῥιζηδὸν ΝΑ
επίρρ. νεοελλ. από τη ρίζα, σύρριζα
αρχ.
όπως οι ρίζες («ῥιζηδὸν πλεκόμενοι», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].